- εγκοιμώμαι
- ἐγκοιμῶμαι (-άομαι) (Α)1. κοιμάμαι μέσα σ' έναν χώρο («ἐγκοιμῶμαι ἐν σπηλαίῳ»)2. κοιμάμαι σε ναό για να δω μαντικά όνειρα ή για να θεραπευθώ3. κοιμάμαι στη διάρκεια τού δείπνου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εγκατακοιμώμαι — ἐγκατακοιμῶμαι ( άομαι) (Α) εγκοιμώμαι … Dictionary of Greek
κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… … Dictionary of Greek